Tο Νησί ......................................................................
.....................................................................................
I
Πρώτα, από κάπου μακριά, τα κοκόρια. Λεπτές ψιλές
ανοίγοντας ρωγμές στης σιγαλιάς το άφωνο ασήμι,
απλόχωρες πλέκοντας θηλιές από ήχο φεγγοβόλο,
στου αργάτη το τραγούδισμα τη μέρα που σηκώνει,
ενώ η Αφροδίτη, πάντα νεαρή κι όμως στους αιώνες
δοξασμένη, ψάχνοντας ψηλαφιστά δείχνει το δρόμο.
Κι έπειτα τα γαϊδούρια, αδέξια να πλέκουν νήματα
πιο τραχιά– σηκώστε όσο βαστάτε το φορτίο σας
με ρόγχους, άγριες φωνές και τ’ αγκομαχητά σας.
Πειθήνια να βαδίσετε μέσ’ τις χρυσαφένιες δέσμες,
και σύρετε πάνω από τις κορυφογραμμές το άρμα
που ‘χει γι’ ακόμα μια φορά φορτίο τη συγχώρεση.
Μαζί μ’ αυτά, δίπλα εκεί ακούγεται να ξεχύνεται νερό,
μαζί κι ένα ακατάληπτο κελάρυσμα Ελληνικής λαλιάς.
Οι υδατοφράκτες άνοιξαν, στο καθ’ ένα κανάλι, νερό,
ακριβό περίσσευμα από τις στέρνες του ύπνου,
κατηφορίζει απ’ το βουνό ως όρισαν πως πρέπει
να κυλάει. Στη μέρα επιστρέψαμε, ώρα είναι πια
φυτά μαζί και άνθρωποι να πιουν να ξεδιψάσουν.
Επιστροφή στην ομαλότητα. Μίκρυναν στα πεύκα
τα φαντάσματα, πήραν πάλι τη μορφή της σαύρας.
Στις προαιώνιες πλαγιές μύριες σειρές ξερολιθιές
χαμογελούν στον ήλιο. Πρόσκαιρα σμίγουν στο φως
θάλασσα κι ουρανός τα μπλε τους, στο σμίξιμό τους
φευγαλέα φαίνεται η έδρα της βασιλείας των θρύλων.
Πέρα μακριά. Εδώ κοντά. Πέρα για πέρα αλήθεια.
Έτσι όλα ξυπνούσαν πάντοτε. Ο ήλιος με φως
λούζοντας τα κυπαρίσσια, τις τσάπες, τα δικέλια,
κάνοντας τα κουκουνάρια να γυαλίζουν, ίδιος
όπως στα χρόνια του Ομήρου χάλκευε έμβλημα
σε ασπίδα ήρωα και έτσι με φως του μοίραζε
τη φήμη της παλικαριάς μεσ’ το πεδίο της μάχης.
Μόνο που τότε όπως και τώρα ο Ήλιος δεν ήταν
παρά ένας πλανευτής που τάζει δώρα πιο βαριά
απ’ όσο αντέχουν οι άνθρωποι, ρίχνοντάς τους
σε κυνήγι απατηλό πίσω από πλούτη, δόξα,
ελευθερία και ζωή. Όπως τότε που ο Ίκαρος
σηκώθηκε ψηλά, τόσο ψηλά που η ελευθερία
κλάδεψε στο τέλος τα φτερά του σαν μαχαίρι.
Κι έπεσε δίπλα σ’ αυτό το νησί. Όπου ο καπνός απ’ τα ξύλα
μύριζε όπως και τώρα, όπου οι γυμνοί βράχοι ήταν και τότε
το ίδιο γυμνοί, όπου η σοφία του μόχθου και τότε και τώρα
πάντα ήταν έτοιμη να αναβάλει τα πράγματα για αύριο.
Χωρίς να ζητά από το αύριο ελευθερία, μόνο συγχώρεση.
II
Που κι αυτό ακόμα είναι πολύ. Εδώ, σ’ ετούτο το ορεινό χωριό
το ευλογημένο με δέντρα, πάνω και κάτω του η γύμνια ολούθε,
που στέκει μετέωρο πάνω από ένα πέλαγος που λιώνει
μέσα σ’ έναν ουρανό που κι αυτός μετέωρος στέκει
πάνω από ένα μικρό τρούλο γαλάζιο
που λιώνει κι αυτός, όλο λιώνει
ψηλά και χαμηλά στα γαλάζια.
Εδώ μοιάζει έναν κλειστό κύκλο να βρήκες,
της Καλυψώς τη σπηλιά.
Ορίζοντας πουθενά
πέρα απ’ την αγέλαστη ζεστασιά της σφιχτοδεμένης πέτρας,
πέρα απ’ τη θέρμη της καθημερινής καλημέρας.
Ορίζοντας πουθενά,
αν μέσα σε τούτα τα ασβεστωμένα δωμάτια δεν ήταν,
ανάμεσα στα φλασκιά το κρασί, στις προβιές, στα εικονίσματα,
ένα-δυο γράμματα με ξένη σφραγίδα απ’ το Κλίβελαντ
ή το Ντιτρόιτ, από φτηνά εστιατόρια και κυλικεία,
παντοπωλεία της χονδρικής και πρατήρια καφέ.
Αυτοί ήταν όλοι μεσάζοντες που ‘δειξαν πως
υπάρχει ορίζοντας, διαβαίνοντάς τον, πως
κι αν τον διάβηκαν, δεν έπαψαν
να είναι θείοι και γιοι.
Απ’ τον Όλυμπο κατέβαινε ο αγοραίος θεός, ο Ερμής,
διασπείροντας πληροφορίες κι ειδήσεις. Στην άλλη
άκρη του Ατλαντικού αυτοί τώρα, κύματα ολόκληρα
εισβάλλουν στο ακύμαντο. Εκεί που άλλοτε ήταν
βασίλειο θανάτου, τώρα υψώνονται πύργοι ζωής,
ατσάλι και τσιμέντο που περιφρονούν κι όμως
άθελά τους στηρίζουν αυτά τα καλύβια.
Μέριασε ο Ερμής τους κισσούς που ‘κρυβαν τη σπηλιά της νύμφης,
της έδωσε το τελεσίγραφο κι έφυγε. Όπως σε λίγο θα φύγει ο ήλιος
που κρυφοκοιτάζει τώρα μέσα απ’ τα φύλλα της συκιάς, κι ύστερα
φεύγει, πάει μελαγχολικός να περάσει πάνω απ’ τη Γουόλ Στριτ.
Ομηρικά επίθετα, περίτεχνα παιχνίδια του νου, όμως καρφώθηκαν
αιώνια στη μνήμη. Ιδίως όσα περιείχαν τη λέξη Θεός, μπόρεσαν
και ζωγράφισαν το χρώμα της αλήθειας, χάρη στη δύναμη
που δίνει η συχνή επανάληψη, ή, αν θέλετε πείτε, η άγνοια,
που όμως ακούγεται στα αυτιά μας σαν γνώση.
Όπως όταν λένε πως οι πετεινοί με τα τζιτζίκια τσακώνονται
πόσο να κρατήσει ακόμα η μέρα.
Ή όπως όταν φαίνεται κάποια φωτιά προς τη μεριά της Σμύρνης,
λένε πως είν’ ένας γέρο-φούρναρης που το ναργιλέ του ανάβει.
Η γκρίζα πέτρα ανασαίνει στο φόντο τ’ ουρανού, ένα λυγερό,
σιωπηλό κορίτσι μαζεύει αλάτι απ’ τους βράχους της θάλασσας,
πράσινα ανάμεσα σε πράσινα φυλλώματα, τα σύκα, πουγκιά
με δέρμα απαλό σαν παιδιού, εγκυμονούν. Πάνω σε χαμηλές
πέτρινες στέγες στον ήλιο ξεραίνονται σύκα, σταφύλια,
ντομάτες και ο ιδρώτας κολλάει τα μαλλιά στο μέτωπο.
Μια ψηλή γυναίκα βγαίνει απ’ τους στίχους του Ομήρου,
δρασκελίζοντας καβαλίνες και πευκοβελόνες. Στο χέρι της
κρατάει μια ρόκα, ενώ γύρω-γύρω πετούν πεταλούδες
με ουρές ψαλιδωτές. Μοιάζουν να πετούν προς τα πίσω.
Μοιάζουν. Προς τα πίσω.
‘Έκλεισαν στις στέρνες οι υδατοφράκτες πριν ώρες.
Εκεί που κυλούσε νερό, οι πέτρες είναι τώρα στεγνές,
ενώ οι σκιές μας ολοένα μικραίνουν στον ήλιο. Μπορεί
για τους ζωγράφους να ήταν ένα απλούστατο θέμα.
Αν δεν ήταν δύσκολο. Εδώ το μπλε είναι υπερβολικά
πολύ μπλε. Φυλάει με πείσμα κρυμμένα τα μυστικά του.
III
Έχοντας χορτάσει από κόκκινο, πράσινο, μοβ, ντομάτα, πιπεριά, μελιτζάνα,
ο επισκέπτης πλαγιάζει ανάμεσα στους κουρελιασμένους ίσκιους
κάτω από μία καρυδιά που ο μεσημεριάτικος ήλιος τρυπά
το απαλό πράσινό της.
Τα φύλλα αυτά καθόλου δεν μοιάζουν με τα φύλλα της Αθήνας,
τις σκονισμένες ουρές ποντικιών. Μεσημέρι του Αυγούστου,
και του έρχεται ύπνος. Γαλήνη νιώθει εδώ. Να που τελικά
ο κόσμος δεν είναι ένας μπερδεμένος σωρός από συντρίμμια.
Κι αν δεν υπάρχει Θεός, τουλάχιστον υπάρχουν θεοί, εδώ στην Ελλάδα.
Κι αρχίζουν και γέρνουνε τα βλέφαρά του. Όμως τα όνειρά του ταράζει
αδιάκοπος ο ήχος των τζιτζικιών, σαν πριόνισμα.
Μα δε θα πάψουν ποτέ;
Αν ήταν να μετρούσε και χίλια κι εκατό χιλιάδες προβατάκια,
θα ‘τανε κοκαλιάρικα όλα τους, θα τον κοιτούσαν μ’ εκείνο
το βλέμμα των προσφύγων, το θυμωμένο, το σκοτεινό,
ανθρώπων που δεν έχουνε πέρασμα να διαβούν, που αν και ελεύθεροι,
είναι ελεύθεροι σαν τον αέρα που εξαντλήθηκε κι απόμεινε άδειο κενό.
Και τα τζιτζίκια επιβάλουν, επιβάλουν τον ρυθμό:
τον ζωηρό καλπασμό της απόγνωσης.
Ειδυλλιακή σκηνή; Μπορεί. Κι όμως δεν υπάρχει ακέραιο ειδύλλιο.
Εκεί που ονειρεύεται αισιόδοξος ο επισκέπτης, βρίσκεται
να τρέχει κυνηγημένος. Ξοπίσω του γαβγίζουν
σκυλιά, που γίνονται λύκοι, που γίνονται άνθρωποι κι όλοι τους μοιάζουν
να τρέχουν με παπούτσια που τρίζουν. Μπροστά του ορθώνονται γκρίζοι,
σκυθρωποί βράχοι, κυκλώπειοι, στα ξεραμένα ρυάκια οι πέτρες,
στρογγυλές σαν χελώνες, χοντρές σαν καρβέλια
κι ανάμεσά τους βασιλεύει ο κριτής εν τη δόξη του με μία περούκα
σα βρόμικο πρόβατο, φοβισμένος κι εκείνος, στο πρόσωπό του
χτυπά ένα νεύρο, μοιράζοντας σοφία και προειδοποιώντας
με φωνή πριονοκορδέλας. Επιβάλλοντας τον ρυθμό, επιβάλλοντας
τον ρυθμό. Κι ας διαπέρασε για λίγο ένα αεράκι το άδεντρο όνειρο,
μαζί και το δέντρο που προστατεύει τον ονειρευτή.
Δεν μπόρεσε το λίγο αεράκι να σβήσει
την αλήθεια του πανικού. Όχι δεν είναι ονειροφαντασίες αυτές. Έτσι είναι
ο κόσμος και αυτό το νησί – ένα ξερό καφέ φύλλο τσακίζει απ’ το πράσινο
δέντρο, πέφτει στο ξερό χώμα, με κρότο ξερό, ηχώντας σαν κλήτευση.
Κι υπάρχουν στ’ αλήθεια κρατούμενοι εδώ γύρω στους λόφους, κάποιοι
που αρνούνται και δεν υπογράφουν για την ελευθερία τους, είτε πιστεύοντας
πως τέτοια ελευθερία δεν έχει αξία, είτε γιατί έχουν ξεχάσει, ή ίσως ποτέ τους
δεν γνώρισαν πως είναι να είσαι ελεύθερος.
IV
Οι σκιές μας μακραίνουν τώρα στον ήλιο, ώσπου
να διαλυθούν. Ορίζοντας πουθενά. Τόσο πολύ
φεγγοβολούν θάλασσα κι ουρανός τη μέρα.
Τόσο πυκνό είναι το σκοτάδι τους τη νύχτα.
Κλείνουν μία-μία οι σχισμές. Τα χρώματα
τρέχουν να κρυφτούν. Κι οι ελαιώνες γίνονται
βουβό βελούδο.
Το νερό αργοπορεί. Στα σκαφτά αυλάκια του
κελαρύζει ακόμα βουτώντας, ώσπου λιμνάζει.
Γίνεται λάσπη, ραγίζει η φωνή του και χάνεται
ανάμεσα στους μικρούς αμμουδερούς λόφους
που ίσιωσε στο πέρασμα του. Αυτό χρειάζεται
για να ξαναζήσει η γη. Νέα πάλι θα νιώσει
το βράδυ αυτό, όπως ήταν το πρωί.
Οι σκιές μας περπατούν σε ξυλοπόδαρα, γέρικες
μοιάζουν σαν τις φιλοδοξίες μας. Πολύ πιο νέος ο ήλιος,
αυτός όνειρα δεν βλέπει. Σαν αυτοδημιούργητος θεός,
εκφωνεί τις βασικές του αρχές, επιδεικνύει το χρυσό του
κι ύστερα φεύγει κουνιστός-λυγιστός, χωρίς να μας έχει
αποκαλύψει καμία αλήθεια. Κι ας είναι ακόμα υγρό
το μελάνι στην υπογραφή του.
Η φλυαρία του νερού σιγεί. Πάνω και κάτω απλώνεται
στον ουρανό η δυσανάγνωστη γραφή και ξεθωριάζει.
Τα σκοτάδια συσπειρώνονται. Ο μύλος της νύχτας όλα
τ’ αλέθει ψιλά-ψιλά κομματάκια, μα τίποτα δε μαρτυρά.
Εύθραυστο νεαρό μισοφέγγαρο σκαρφαλώνει ψηλά,
σ’ αυτό το ισχνό φωτεινό τόξο τα πεινασμένα μάτια
θα δουν ένα λαμπρό ολόγιομο κύκλο.
Θα δουν ή θα μοιάζουν να βλέπουν. Θα μοιάζουν.
Έναν ολοκληρωμένο κύκλο κι ένα πλήρες κλείσιμο.
Κάποιο γαϊδουράκι ξεσπά, σειρήνα της ομίχλης
μ’ αλλοιωμένη φωνή σαν από χαλασμένο δίσκο
γραμμοφώνου. Πολύ αδύναμη η έλξη της σελήνης
δεν μπορεί να κινήσει τις σκοτεινές αυτές θάλασσες.
Ανίσχυρα είναι τα θελήματα, ή, αν θέλετε πείτε,
τα καπρίτσια μιας προδομένης θεάς.
Ότι οι θεοί εχθρεύονται τους έρωτες των θνητών
γιατί βγάζουν άχρηστη την αξία της αθανασίας,
η Καλυψώ ήδη γνώριζε προτού ο Ερμής μιλήσει.
Μονάχη κοιμάται από τότε στη σπηλιά. Ενώ
σ’ αυτή τη λαγκαδιά οι χωρικοί κουρασμένοι
στα γυμνά σανίδια ξαπλώνουν, πλάι-πλάι.
Κάποιοι που πάλεψαν πολλά χρόνια να ζήσουν
από αυτά τα χώματα τα φτωχικά, τα βαρέθηκαν,
δεν θέλουν πια να ‘χουν σχέση μ’ αυτόν τον κύκλο
ζωής. Το δειλινό φτάνει σ’ αυτούς πιο αργά οχτώ ώρες.
Το βραδινό τους γεύμα, όπως ο νους τους το πρωί,
βράζει στα γρήγορα. Μα πού είναι του νησιού τους
το λάδι, το κρασί; Πού είν’ η νησιώτικη αργή αρμονία;
Αργή. Σαν τη ζωή. Το ένα μετά το άλλο τ’ αστέρια,
νησιά κι ετούτα, προχωρούν κλιμακωτά, αυστηρά,
ακολουθώντας έναν ήλιο ηττημένο που επιστρέφει,
που μοιάζει να υποχωρεί, τρέχει κυνηγημένος.
Μοιάζει. Να υποχωρεί. Και όμως πορεύεται.
Προς τα εμπρός.
Ο θόλος της νύχτας έχει χαμηλά στο χείλος του φως,
Τα φράγματα του ύπνου είναι γεμάτα ξημέρωμα,
στον ύπνο τους οι πετεινοί είναι έτοιμοι να λαλήσουν,
κι ας κοιμάται το αυτί, το αίμα κυλά κι αφουγκράζεται
του ήλιου τους τροχούς. Γυρίζουν μέσα στη νύχτα
που πνίγει και τρέφει, που κατακρίνει και εμψυχώνει.
(Louis MacNeice, από τη συλλογή Ten Burnt Offerings, Λονδίνο, 1951
- μτφρ. Μ.Σ., επιμ. Α.Κ.Κ., Ικαρία 2005)
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21, 2005
Κυριακή, Δεκεμβρίου 18, 2005
The Island ..........................................................
.............................................................................
I
First the distant cocks. A hairfine
Etching on silence, antiphonal silver,
Far-flung nooses of glittering sound,
A capstan chanty to launch the day,
While the young though time-honoured Early Riser
Fingers and proves her way.
Then the donkeys; clumsily splicing
Coarser hausers – Haul away, bullies,
For all your grumps and catarrh. Be docile,
Enter those golden shafts and heave
The chariot over the mountain, freighted
Once more with a reprieve.
Next and together a gush of water
And gabble of Greek. The sluices are open,
Each to his runnel, down from the mountain,
From thriftily hoarded dams of sleep,
It flows as arranged; we are back to daylight
When men and plants drink deep.
Back to normal; the ghosts in the pinetrees
Have dwindled to lizards; primaeval brows
Lined with a myriad drystone terraces
Smile in the sun; the welded blue
Of sea and sky is the tenure of legend;
Far; near; true.
Always begun so. Cutting his capers
On mattock and needle, sun on the cypresses
Polishing cone-studs as in Homeric
Times when he brassed the boss on the shield
Of some rough-hewn hero under the cypresses
And held out fame in the field.
But then, as now, Sun was deceiver
Who promised no more than he could give
But than man could take, dangling before them
Wealth, glory, freedom, life;
When Icarus flew too high that freedom
Lopped his wings like a knife
And he fell by this island. Where the woodsmoke
Smelt as now, where the naked rocks
Were as naked then, where labouring wisdom
Then as now, ready to leave
Things till tomorrow, asked of tomorrow
No freedom, only reprieve.
II
Which still is much. Here in this mountain village
Favoured with trees, bareness above and below it,
Suspended over a sea which melts in a sky suspended
Over a little blue dome which melts, which melts in upper
And nether blueness: here, one might think, is a closed
Circle, cave of Calypso. No horizon
Beyond the sombre warmth of looseknit stones, beyond
The warmth of daily greetings – no horizon
Did not those whitewashed rooms among wine-gourds, goatskins, icons,
Include a letter or two with a foreign postmark
From Cleveland and Detroit, diners and luncheonettes,
From wholesale grocers, coffee jobbers, gobetweens,
Who proved there was a horizon when they crossed it
Yet still are sons and uncles. Hermes came from Olympus
Tipster and god of the market; these across the Atlantic,
Tides invading the tideless. Where was the land of the dead
Rise now the towers of life, the steel and concrete
Which scorn yet prop these cabins. Hermes parted the creepers
That screened the cave of the nymph, gave her his ultimatum
And left. As the sun will leave who is peeping now through the figtree
But also broods on Wall Street. The epithets of Homer
Were fixed, albeit capricious, including the compounds
With God in them, by dint of repetition
Or ignorance ringing true. As cockcrow and cicada
Argue that light will last. The timeworn baker,
Burns out of Smyrna, smokes his hubble-bubble,
The grey stones breathe in the sky, a slim and silent girl
Gathers salt from the sea-crags, green among green leaves
Figs, kid-soft purses, bulge, on low stone roofs
Figs, grapes, tomatoes, dry in the sun and sweat
Pastes the hair to the forehead, a tall woman
Strides out of Homer over the pine-needles, mule-droppings,
Holding a distaff while the swallowtail butterflies
Fly, or seem to, backwards. Seem to. Backwards.
The sluices were all closed hours ago; where the water
Tumbled the rocks are dry, our shadows are short in the sun,
Painters would find this innocent. If difficult.
Its blue too blue. And giving nothing away.
III
Gorged on red, green, purple, tomatoes, peppers, aubergine,
The visitor lies among tattered shadows
Under a walnut tree where a high sun shines through the smooth green
Leaves so unlike the leaves of Athens,
Those dusty rats’ tails. An August siesta. Here, he feels is peace,
The world is not after all a shambles
And, granted there is no God, there are gods at least, at least in Greece,
And begins to drowse; but his dreams are troubled
By the sawmill noise of cicadas, on and on – Will they never cease?
Were he to count a thousand, a hundred
Thousand sheep, they would be all scraggy and stare at him with the stare
Of refugees, outraged and sullen,
Who have no gap to go through, who even if free are free as air
Long since exhausted. And the cicadas
Force, force the pace; a jaunty cavalcade of despair.
Idyllic? Maybe. Still there is hardly
Such a thing as a just idyll. The sanguine visitor dreams
And finds himself on the run with barking
Dogs at his heels who turn into wolves, into men, and each of them seems
To be running in creaky shoes; before him
Brood vast grey rocks, turtle-shape, cottage loaf, rubble of dried-up streams,
Among which reigns the judge in his glory
In a wig like a dirty sheep, frightened himself, with a nerve in his face
Ticking away, giving wisdom and warning
In the voice of a circular saw. Forcing the pace, forcing the pace
Did not a quick breeze scout the treeless
Dream and also the tree that shelters the dreamer, yet cannot efface
The truth of his panic; these are no megrims,
This is the world and this island – a brown leaf clanks from the green tree
Dry on dry ground like a subpoena –
And there are prisoners really, here in the hills, who would not agree
To sign for their freedom, whether in doubt of
Such freedom or having forgotten or never having known what it meant
to be free.
IV
Our shadows now grow long in the sun,
Not to be long in it. No horizon
All day for the brightness of sea and sky,
All night for their darkness. One by one
The clefts are closed and the colours run
And the olive groves turn muted velvet.
Later the water. Through his contrived
Miniature channel he dives and prattles
To puddle the powdery grooves; his voice
Breaks where the steep from which he dived
Turns level; but the earth revived
Feels young this evening, as this morning.
Our shadows walk on stilts, look old
As our ambitions, the sun is younger
Having no dreams; like a self-made god
Who mouths his mottoes, parades his gold,
But swaggers off with the facts untold,
The name on his cheque still wet behind him.
The water-talk ends; the scrawl on the sky
Smudges and fades, the upper and nether
Darknesses close, the night grinds small,
Gives nothing away; but frail and high
A new moon rides and the starved eye
Finds the full circle in the crescent.
Finds or seems to. Seems to. A full
Circle and full close. One donkey
Erupts, a foghorn, then runs down
Like a worn disc; and the moon’s pull
On these dark seas comes weak or null
As the will and whims of a jilted goddess.
That gods are grudged the loves of men
Born proof against a life immortal
Calypso knew before Hermes spoke;
She sleeps alone in her cave since then
While the tired peasants in this glen
Lie upon planks, at least together.
Some who lived long on this poor soil
No more have part in it; their twilight
Falls eight hours later, their evening meals
Like their morning minds are soon on the boil
But where is their island wine and oil?
Where the slow concord of an island?
Slow. As life is. One by one,
Islands themselves, the stars move forward
In echelon, in grave pursuit
Of a routed, already returning sun
Who seems to be falling back, on the run.
Seems to. Back. Yet marches forward.
The round of dark has a lip of light,
The dams of sleep are large with daybreak,
Sleeping cocks are primed to crow
While blood may hear, in ear’s despite,
The sun’s wheels turning in the night
Which drowns and feeds, reproves and heartens.
First the distant cocks. A hairfine
Etching on silence, antiphonal silver,
Far-flung nooses of glittering sound,
A capstan chanty to launch the day,
While the young though time-honoured Early Riser
Fingers and proves her way.
Then the donkeys; clumsily splicing
Coarser hausers – Haul away, bullies,
For all your grumps and catarrh. Be docile,
Enter those golden shafts and heave
The chariot over the mountain, freighted
Once more with a reprieve.
Next and together a gush of water
And gabble of Greek. The sluices are open,
Each to his runnel, down from the mountain,
From thriftily hoarded dams of sleep,
It flows as arranged; we are back to daylight
When men and plants drink deep.
Back to normal; the ghosts in the pinetrees
Have dwindled to lizards; primaeval brows
Lined with a myriad drystone terraces
Smile in the sun; the welded blue
Of sea and sky is the tenure of legend;
Far; near; true.
Always begun so. Cutting his capers
On mattock and needle, sun on the cypresses
Polishing cone-studs as in Homeric
Times when he brassed the boss on the shield
Of some rough-hewn hero under the cypresses
And held out fame in the field.
But then, as now, Sun was deceiver
Who promised no more than he could give
But than man could take, dangling before them
Wealth, glory, freedom, life;
When Icarus flew too high that freedom
Lopped his wings like a knife
And he fell by this island. Where the woodsmoke
Smelt as now, where the naked rocks
Were as naked then, where labouring wisdom
Then as now, ready to leave
Things till tomorrow, asked of tomorrow
No freedom, only reprieve.
II
Which still is much. Here in this mountain village
Favoured with trees, bareness above and below it,
Suspended over a sea which melts in a sky suspended
Over a little blue dome which melts, which melts in upper
And nether blueness: here, one might think, is a closed
Circle, cave of Calypso. No horizon
Beyond the sombre warmth of looseknit stones, beyond
The warmth of daily greetings – no horizon
Did not those whitewashed rooms among wine-gourds, goatskins, icons,
Include a letter or two with a foreign postmark
From Cleveland and Detroit, diners and luncheonettes,
From wholesale grocers, coffee jobbers, gobetweens,
Who proved there was a horizon when they crossed it
Yet still are sons and uncles. Hermes came from Olympus
Tipster and god of the market; these across the Atlantic,
Tides invading the tideless. Where was the land of the dead
Rise now the towers of life, the steel and concrete
Which scorn yet prop these cabins. Hermes parted the creepers
That screened the cave of the nymph, gave her his ultimatum
And left. As the sun will leave who is peeping now through the figtree
But also broods on Wall Street. The epithets of Homer
Were fixed, albeit capricious, including the compounds
With God in them, by dint of repetition
Or ignorance ringing true. As cockcrow and cicada
Argue that light will last. The timeworn baker,
Burns out of Smyrna, smokes his hubble-bubble,
The grey stones breathe in the sky, a slim and silent girl
Gathers salt from the sea-crags, green among green leaves
Figs, kid-soft purses, bulge, on low stone roofs
Figs, grapes, tomatoes, dry in the sun and sweat
Pastes the hair to the forehead, a tall woman
Strides out of Homer over the pine-needles, mule-droppings,
Holding a distaff while the swallowtail butterflies
Fly, or seem to, backwards. Seem to. Backwards.
The sluices were all closed hours ago; where the water
Tumbled the rocks are dry, our shadows are short in the sun,
Painters would find this innocent. If difficult.
Its blue too blue. And giving nothing away.
III
Gorged on red, green, purple, tomatoes, peppers, aubergine,
The visitor lies among tattered shadows
Under a walnut tree where a high sun shines through the smooth green
Leaves so unlike the leaves of Athens,
Those dusty rats’ tails. An August siesta. Here, he feels is peace,
The world is not after all a shambles
And, granted there is no God, there are gods at least, at least in Greece,
And begins to drowse; but his dreams are troubled
By the sawmill noise of cicadas, on and on – Will they never cease?
Were he to count a thousand, a hundred
Thousand sheep, they would be all scraggy and stare at him with the stare
Of refugees, outraged and sullen,
Who have no gap to go through, who even if free are free as air
Long since exhausted. And the cicadas
Force, force the pace; a jaunty cavalcade of despair.
Idyllic? Maybe. Still there is hardly
Such a thing as a just idyll. The sanguine visitor dreams
And finds himself on the run with barking
Dogs at his heels who turn into wolves, into men, and each of them seems
To be running in creaky shoes; before him
Brood vast grey rocks, turtle-shape, cottage loaf, rubble of dried-up streams,
Among which reigns the judge in his glory
In a wig like a dirty sheep, frightened himself, with a nerve in his face
Ticking away, giving wisdom and warning
In the voice of a circular saw. Forcing the pace, forcing the pace
Did not a quick breeze scout the treeless
Dream and also the tree that shelters the dreamer, yet cannot efface
The truth of his panic; these are no megrims,
This is the world and this island – a brown leaf clanks from the green tree
Dry on dry ground like a subpoena –
And there are prisoners really, here in the hills, who would not agree
To sign for their freedom, whether in doubt of
Such freedom or having forgotten or never having known what it meant
to be free.
IV
Our shadows now grow long in the sun,
Not to be long in it. No horizon
All day for the brightness of sea and sky,
All night for their darkness. One by one
The clefts are closed and the colours run
And the olive groves turn muted velvet.
Later the water. Through his contrived
Miniature channel he dives and prattles
To puddle the powdery grooves; his voice
Breaks where the steep from which he dived
Turns level; but the earth revived
Feels young this evening, as this morning.
Our shadows walk on stilts, look old
As our ambitions, the sun is younger
Having no dreams; like a self-made god
Who mouths his mottoes, parades his gold,
But swaggers off with the facts untold,
The name on his cheque still wet behind him.
The water-talk ends; the scrawl on the sky
Smudges and fades, the upper and nether
Darknesses close, the night grinds small,
Gives nothing away; but frail and high
A new moon rides and the starved eye
Finds the full circle in the crescent.
Finds or seems to. Seems to. A full
Circle and full close. One donkey
Erupts, a foghorn, then runs down
Like a worn disc; and the moon’s pull
On these dark seas comes weak or null
As the will and whims of a jilted goddess.
That gods are grudged the loves of men
Born proof against a life immortal
Calypso knew before Hermes spoke;
She sleeps alone in her cave since then
While the tired peasants in this glen
Lie upon planks, at least together.
Some who lived long on this poor soil
No more have part in it; their twilight
Falls eight hours later, their evening meals
Like their morning minds are soon on the boil
But where is their island wine and oil?
Where the slow concord of an island?
Slow. As life is. One by one,
Islands themselves, the stars move forward
In echelon, in grave pursuit
Of a routed, already returning sun
Who seems to be falling back, on the run.
Seems to. Back. Yet marches forward.
The round of dark has a lip of light,
The dams of sleep are large with daybreak,
Sleeping cocks are primed to crow
While blood may hear, in ear’s despite,
The sun’s wheels turning in the night
Which drowns and feeds, reproves and heartens.
(From, Ten Burnt Offerings, by Louis MacNeice, London 1951
- sent to me as a gift by Jude, October 2005.)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)